- κοπάριον
- κοπάριον, τό, a sort ofA probe, Sever. ap. Aët.7.92, Paul.Aeg.3.81, 6.62.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοπάριον — κοπάριον, τὸ (ΑM) είδος μικρού χειρουργικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπίς + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. κυν άριον, παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
κοπάριον — probe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπαρίοις — κοπάριον probe neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπαρίου — κοπάριον probe neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπαρίῳ — κοπάριον probe neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)